Τετάρτη 1 Μαρτίου 2017

"Ο Σταθμάρχης"




Ήταν αρχές χειμώνα, θαρρώ, που πέρασα από ένα ξεχασμένο μικρό χωριό. Κάποτε είχε ζωή. Τώρα μια σιωπή μελαγχολική επικρατούσε πια εκεί. Λίγοι οι άνθρωποι που είχαν απομείνει, λίγες οι φωνές και η έλευση του χειμώνα σίγουρα θα μεγάλωνε αυτήν την αίσθηση της εγκατάλειψης.

Περπάτησα για λίγο μέσα στο μικρό χωριό. Είναι ωραίο να βαδίζεις προς τα πίσω, σε άλλους κόσμους ξεχασμένους, εκεί όπου οι άνθρωποι ήταν πιο αγνοί, πιο αληθινοί. Μικρά δρομάκια και όμως μπορείς να νιώσεις πως περπατάς σε περασμένα μεγαλεία.

Βρέθηκα στον σταθμό του τραίνου. Ενός τραίνου που είχε σταματήσει να περνάει από καιρό από το μικρό χωριό. Άλλη μια εγκατάλειψη, άλλη μια μαχαιριά ίσως σε μια Ελλάδα που έπρεπε να πεθάνει. Είτε απλώς εγκληματική αδιαφορία.

Μου έκανε εντύπωση πως παρόλο το κρύο που έκανε, στο παγκάκι του σταθμού καθόταν ένας γεράκος, σκεπτικός, κουλουριασμένος και απορροφημένος στις σκέψεις του.

Τον πλησίασα, χαιρετηθήκαμε και έκατσα δίπλα του. «Πώς από τα μέρη μας;» με ρώτησε, «Πάει καιρός που οι άνθρωποι δεν περνούν πια από δω. Ειδικά τώρα το χειμώνα σπανίζουν οι επισκέψεις. Δεν σε έχω ξαναδεί. Αν και γέρος θα σε θυμόμουν.»

-«Περαστικός είμαι», του είπα. «Μου φάνηκε συμπαθητικό το χωριουδάκι σας και είπα να κάνω μια στάση. Αλλά εσύ γιατί κάθεσαι έρημος σε αυτό παγκάκι; Δεν φοβάσαι μην κρυώσεις;»

-«Περιμένω το τραίνο», μου είπε με μια πικρία ζωγραφισμένη στο πρόσωπο του – είμαι ο σταθμάρχης. Εδώ μεγάλωσα, εδώ δούλεψα, εδώ θε να πεθάνω...»

«Το ξέρω», συνέχισε, «πως το τρένο σταμάτησε να έρχεται εδώ, μα δεν έχω τίποτα άλλο να περιμένω. Για χρόνια ήταν η συντροφιά μας, για χρόνια ήταν οι επικοινωνία μας με τον έξω κόσμο. Αυτός ο σταθμός έδινε ζωή στο χωριό μας. Και για δες τώρα που έκλεισε πώς νέκρωσε το χωριό;»

«Τώρα οι άνθρωποι έγιναν ανυπόμονοι, είναι πιο βιαστικοί, πιο μοναχικοί. Το τραίνο ήταν πιο κοινωνικό και σε ταξίδευε με πιο χαλαρούς ρυθμούς. Ήταν και ασφαλές μέσον. Αλλά πια κυριάρχησαν οι μεγάλες ταχύτητες και ας σκοτώνονται τόσοι.»

«Λένε πως το πολέμησαν για συμφέροντα, δεν τα ξέρω εγώ αυτά. Εγώ θυμάμαι και αναπολώ και ίσως μόνο γι' αυτό πια να ζω.»

Έστριψα ένα τσιγάρο. Τον άκουγα σκεπτικός και σιωπηλός. Δεν είχα να του πω και τίποτα και ίσως να μην ήθελε να ακούσει...

«Βλέπω αυτά τα τραίνα εγκαταλειμμένα», συνέχισε, «και σφίγγεται η καρδιά μου. Έρχομαι κάθε πρωί με την ελπίδα πως θα τ' ακούσω να βάζουν μπροστά τις μηχανές. Κόσμος θα περιμένει στον σταθμό να επιβιβαστεί και εγώ θα πιάσω αμέσως δουλειά.»

«Μα διαψεύδομαι κάθε πρωί. Τα τραίνα είναι εκεί, ακίνητα, άψυχα και ο σταθμός αδειανός. Η ίδια νεκρική ησυχία εδώ που κάποτε ο θόρυβος σήμαινε ζωή. Να τα άκουγα πάλι αυτά και να πέθαινα εκεί στις ράγες, μπροστά από το τραίνο. Μα θα πάω με τον καημό πως δεν θα το ξαναδώ ζωντανό.»

Η ώρα είχε περάσει. Σηκώθηκα να φύγω. Χαιρετηθήκαμε το ίδιο τυπικά όπως και όταν ήρθα. Έβγαλα δυο τρία τσαλακωμένα χαρτιά από την τσέπη μου. «Γέρο», του είπα, «αυτά είναι τα διόδια που πλήρωσα για να έρθω εδώ. Ίσως τελικά και να πολεμήθηκε το τραίνο.»

Έφυγα βιαστικά. Πήρα το δρόμο για τα βουνά, ακολουθώντας τις γραμμές του τραίνου. Σταμάτησα σε ένα εντυπωσιακό
πέρασμα απ' όπου περνούσε. Συντροφιά με τη φύση ήταν λοιπόν το ταξίδι με το τραίνο. Μπήκα στ' αμάξι και σκέφτηκα με οργή: «μα γιατί ο πολιτισμός μας να γεννάει τόση παραφροσύνη;»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου