Πέμπτη 16 Μαρτίου 2017

"Το γωνιακό καφενείο"


Κάποτε υπήρχαν μπλε και πράσινα καφενεία. Τώρα κει μέσα βλέπεις οργισμένους γέρους που νιώθουν πως τους πούλησαν, αν και υπάρχουν ακόμα αρκετοί αμετανόητοι. Χαθήκαν οι σημαίες, αλλά έμειναν τα έργα τους - ρηχά, πρόστυχα και καταδικαστικά, ακόμα και τις μελλοντικές γενιές.

Σε ένα τέτοιο καφενείο, «το Γωνιακό», μπήκε σκασμένος ο Παντελής να πιει τον καφέ του ένα χειμωνιάτικο πρωινό. Οικοδόμος ο κυρ Παντελής, είχε δουλέψει σκληρά. Ήταν τότε τα χρόνια που ανακάτευαν τα τσιμέντα με τα φτυάρια και τα κουβαλούσαν με το καρότσι και το ντενεκέ. Δύσκολα χρόνια...

Δεν υπήρχαν και τα ένσημα στην αρχή, έβγαλε μια σύνταξη μικρή - μίκρυνε κι άλλο για να βγουν τα μνημόνια και τραβούσε ζόρια ο Παντελής. Όχι τόσο για το χρήμα... Ποτέ του δεν λάτρεψε τον παρά, όσο για το γαμώτο. Νταβατζηλίκια δεν γούσταρε ποτέ ο Παντελής και τούτο το έβλεπε ως τέτοιο.

«Δικά μου λεφτά είναι» μουρμούραγε σε κάποια απόμερη γωνιά του καφενείου, και αντί να τα δώσω στα παιδιά και στα εγγόνια μου, τα παίρνουν νταβατζηλίκι τούτοι οι άχρηστοι. Και τους είχε καταλάβει από την αρχή πως είναι άχρηστοι, γι' αυτό ποτέ δεν έπιασε καρέκλα σε μπλε ή πράσινο καφενείο. Μήτε κουμουνιστής έγινε – «πολύ καλός ο κουμμουνισμός για να είναι αληθινός», έλεγε.

Για τα χάλια μας αν πούμε πως μόνο ο λαός δεν έχει ευθύνες, θα έχουμε πει τη μισή αλήθεια. Τώρα που όλοι υποκρίνονται στα μνημόνια των Βρυξελλών (πράσινοι, μπλε και τώρα τελευταία και οι ροζ αριστεροί) πόσο της πλάκας φαντάζει ο τότε διαχωρισμός των καφενείων και όχι μόνο.

Αλλά κάτι περίμενε και ένα μεγάλο μέρος του λαού, γι' αυτό διάλεγε στρατόπεδα. Και τώρα που το στρατόπεδο έγινε ένα και στράφηκε εναντίον του λαού; Τώρα πώς να ξεσηκωθεί ο ταϊσμένος και ο βολεμένος;

Ετοιμασίες είδε ο Παντελής στο καφενείο και παραξενεύτηκε. «Τι περιμένεις και στολίζεσαι σαν λατέρνα;» ρώτησε τον καφετζή, όταν του έφερε τον καφέ. Θα έρθει ο βουλευτής Πολύπλευρος να μας δει. Θα μας μιλήσει το βράδυ και κάνω καμιά ετοιμασία.

«Πολύπλευρος όνομα και πράγμα», έκανε ο Παντελής. «Αυτός αλλάζει τα στρατόπεδα σαν τα πουκάμισα. Οπού φυσάει ο άνεμος πάει, ρε, τούτος! Τι προκοπή να περιμένουμε από δαύτον;»

-«Ας δούμε τι έχει να μας πει από την πρωτεύουσα. Ποια έργα δικά μας θα ενταχθούν στα νέα προγράμματα και τι σκοπό έχει, αν έρθουν νέα μέτρα;»

-«Για προγράμματα έχουν λεφτά οι Ευρωπαίοι. Για να δώσουν φαΐ σε κανέναν που πεινάει, θα τους πέσει ο κώλος. Ρε καφετζή, ρωτάς αλήθεια τι θα κάνει αυτός ο χαμαιλέοντας για τα νέα μέτρα; Θα σου πω εγώ: δαγκωτό «ναι σε όλα», αυτό θα κάνει.»

«Έχουν και τα μούτρα τα θρασίμια και κυκλοφορούν ακόμα. Ντροπή, μωρέ! Τσίπα δεν έχουν να πάνε να πέσουν να πνιγούν; Αλλά αφού υπάρχουν καφετζήδες που τους ανοίγουν τις πόρτες, καλά να πάθουμε.»

«Αλλά θα μου πεις, εδώ θα υπάρξουν θαμώνες που αντί να τον πάρουν με τις πέτρες και με τις καρέκλες, θα κάθονται και θα τον ακούν με το στόμα ανοικτό. Τον τίποτα, τον κωλοτούμπα, μωρέ;»

Και θα του κάνετε και τεμενάδες για να βάλει μέσο να δουλέψουν τα παιδιά σας στα σούπερ μάρκετ με 300 και 400 ευρώ; Δεν σας άρεσε ο μπακαλόγατος της γειτονιάς, τον κλείσατε το Ζίκο, γιατί θέλατε να γίνετε Ευρωπαίοι και να ψωνίζετε σε φανταχτερά ράφια.»

-«Μα και τι να κάνουν τα παιδιά μας;» διαμαρτυρήθηκε ο καφετζής. «Δεν βλέπεις ανεργία που υπάρχει;»

-«Να πάνε να σκάψουν τ' αμπέλια», του είπε κοφτά ο Παντελής. «Αλλά κι εκεί βάλατε τους ξένους για να πουλάνε αραλίκι οι νέοι στις καφετέριες και σεις να το παίζετε τσιφλικάδες.»

«Ωχ, καημένε καφετζή, ξέρεις τι είσαστε; Πώς τη λέει τη μαντινάδα εκείνος ο Κρητικός; Στην πάνω άκρη τση κοπριάς φυτρώνουν οι ντομάτες, ό,τι σκατά ο καφετζής, έτσι είναι κι οι πελάτες...»

«Άσε που ο σοφέρ του θα είναι ο ανιψιός του – σόι πάει το βασίλειο στις πλάτες μας. Και σεις καθόσαστε και χειροκροτάτε! Τον κύριο Πολύπλευρο που έκανε καριέρα πηδώντας από το ένα κόμμα στο άλλο. Άντρας που δεν έχει σταθερότητα, δεν λογίζεται για άντρας.»

«Αλλά μπορεί να περάσω το απόγευμα με έναν γκασμά και να του πω: ρε λαοπαίκτη Πολύπλευρε, εγώ και με 500 ευρώ ζω. Έζησα και φτωχός, έμαθα, πάλεψα. Εσύ, ρε, ο εκπρόσωπος του λαού πώς ζεις που εγώ παίρνω 500 και εσύ ένα κάρο λεφτά και δεν σου φτάνουν; Και θα του πετάξω τον γκασμά στα πόδια και θα του πω: πάρτον, σκάψε έναν λάκκο και πέσε μέσα, κύριε Πολύπλευρε...»





Διαβάστε ακόμα: "Καθημερινές ιστορίες"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου