Τετάρτη 22 Μαρτίου 2017

"Ο τρελός του χωριού"


Ο τρελός του χωριού πριν μέρες κατέβηκε στην πολιτεία και με αυτά που είδε αποτρελάθηκε. Στην αρχή γέλασε δυνατά. Του φάνηκε αστεία η μεγάλη πολιτεία με τους μικρούς ανθρώπους. Τούτοι είναι πιο τρελοί από μένα, αλλά δεν το παραδέχονται ή το κρύβουν πολύ καλά – το ίδιο μου κάνει.

Συνάδελφοι έγιναν με μένα τον τρελό, αλλά κοίτα τους πώς με κοιτούν; Κυνηγούν σαν τρελοί τα άχρηστα και αφήνουν να χάνονται τα χρήσιμα - και αυτό το ονομάζουν επικράτηση της λογικής.

Ειδικά όταν πέρασε από τις αγορές με τις ζυγαριές και τις ουρές, εκεί δεν άντεξε και έβαλε τις φωνές: «παλαβώσατε μωρέ; Όλη η ζωή σας μια ζυγαριά και μια τιμή από πάνω; Όσο πιο μεγάλη είναι η τιμή, τόσο πιο πολύ εσείς κατεβαίνετε στο βούρκο!»

«Αλλά έχετε πειράξει τις ζυγαριές μέσα σας και δίνετε μεγάλη αξία στο βούρκο, ώστε να καθόσαστε εκεί χωρίς ντροπή - ίσως και με λίγη ξεπεσμένη περηφάνια. Και έχετε στήσει και θρόνους μέσα στον βούρκο και τους προσκυνάτε, γιατί κάπου πρέπει να πιστεύετε.»

«Τι αξία έχει, μωρέ, ο θρόνος που κολυμπάει μέσα στο βούρκο; Ποια παραφροσύνη σας οδήγησε να κτίσετε βασίλεια μέσα στο βούρκο; Και πώς δίνετε αξία σε αυτόν που κάθεται πάνω στο θρόνο, μέσα στο βούρκο;»

Βούρκωσε ο τρελός, είδε τις προσπάθειες ολάκερης της ανθρωπότητας για χιλιάδες χρόνια πετάμενες στα βούρκο. Τρόμαξε όταν είδε το εφήμερο μέλλον που κρύβουν όλοι οι βούρκοι.

Είδε το μέλλον του ανθρώπου – χέρια απλωμένα να σωθούν από το τέλμα του βούρκου και δεν υπήρχε κανείς έξω να τους τραβήξει, να τους σώσει. Μα δεν μπορεί εγώ ο τρελός να βλέπω την παγίδα που στήθηκε εδώ και αυτοί να ζουν μακάριοι!

Σαν υπνωτισμένοι ερωτοτροπούν με το βούρκο – αλλοίμονο στα παιδιά που θα βγουν από αυτήν τη χυδαία πράξη. Αλλοίμονο στα παιδιά που θα γνωρίσουν τη ζωή μόνο μέσα από το βούρκο.

Νευρικά βημάτιζε τώρα ο τρελός. Δεν του έδινε κανένας σημασία ή έτσι έδειχναν. Πολλοί τού γυρνούσαν την πλάτη και άλλοι κατέφευγαν στην κοροϊδία. «Η τρέλα σου τα λέει αυτά, το κεφάλι σου το φευγάτο!», του είπε ένας δυνατά που έμοιαζε να κρατάει χρυσά ζύγια στα χέρια του.

«Πήγαινε από κει που ήρθες, συνέχισε. Μην μας ενοχλείς με την τρέλα σου! Εμείς επιτέλους φτιάξαμε τον παράδεισο επί της γης, αλλά εσύ που τα ‘χεις χάσει, βλέπεις βούρκο. Τι φταίμε εμείς γι’ αυτό;»

-«Πιστεύεις, ρε ανόητε», του απάντησε ο τρελός, «πως μπορεί να υπάρξει παράδεισος όσο εσύ κρατάς τα χρυσά ζύγια; Έχετε βάλει τιμές στα πάντα; Πού νομίζετε πως ζείτε; Εσείς οι αργυρώνητοι δημιουργήσατε παράδεισο; Για ψαχτείτε λίγο! Πόσα φίδια και πόσα μήλα υπάρχουν εδώ;»

«Το σκοτώσατε όλα; Τα σκατώσατε όλα; Γιατί; Οι ακάθαρτοι ήταν οι πρώτοι που μπήκαν στον βούρκο για να κρύψουν τις βρωμιές τους. Μα ο άνθρωπος τελικά ρέπει προς την ακαθαρσία και για δες πόσοι μαζεύτηκαν!»

«Τους καθαρούς τους ονομάζετε τρελούς και τους ρίχνετε πάνω τους λάσπες. Όσο υπάρχει ζωή έξω από το βούρκο, θα νιώθετε κάπου βαθιά μέσα σας ντροπή. Μόνο όταν μείνει μονάχα ο βούρκος θα μπορείτε να συνεχίσετε το παραμύθι σας ανενόχλητοι.

Ο τρελός τότε άρχισε να τρέχει προς το δρόμο που οδηγούσε στο βουνό, που το έλεγαν η «τελευταία κατοικία». Δυο - τρεις τον άκουσαν που φώναξε προτού χαθεί: «είναι τιμή στον άνθρωπο να πέφτει κάτω και να προσπαθεί να σηκωθεί, αλλά αλλοίμονο σε αυτόν που χώνεται για πάντα μέσα στο βούρκο...» 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου