Μια
θλίψη, μια βαριά μελαγχολία έχει φωλιάσει για μέρες, μέσα στην σπηλιά. Να είναι
άραγε ένας μικρός θρήνος, για τα ξεχασμένα παιδικά όνειρα του ερημίτη; Ή μήπως η
ψυχή του είναι βαριά, για τα χαμένα όνειρα τη εφηβείας;
«Δεν
ήξερα πως υπάρχουν ακόμα ερημίτες, τυχαία περνούσα απέξω από την σπηλιά. Μοιάζω
σαν κυνηγημένος, αλλά πιο πολύ σε χαμένος φέρνω. Θα ξαποστάσω λίγο και θα τραβήξω
τον δρόμο μου, δεν θα σε ενοχλήσω καθόλου.»
Νευρικά
περπατάς ερημίτη στην σπηλιά, σήμερα το πρωί. Να σε επισκέφτηκαν άραγε οι
δαίμονες σου την νύχτα; Ή ονειρεύτηκες πως την άνοιξη, θα γίνει κέντρο
διερχόμενων πάλι η σπηλιά;
«οι
χειμώνες μας, μένουν όλο και πιο λίγοι» - «άστο ρε ερημίτη, μην βαραίνεις πάλι τις
κουβέντες σου σήμερα, ο κόσμος αρκετές φόρες έχει ανάγκη και από καμιά κουβέντα
ανάλαφρη - άσε που λίγοι πια μετρούν τους
χειμώνες.»
Η
βροχή δεν είχε σταματήσει να πέφτει ολόκληρη την νύχτα στην «κοιλάδα της ζωής», έτσι το πρωινό
βρήκε τους δυο στρατούς παραταγμένους, μέσα στις λάσπες έτοιμους για την τελική αναμέτρηση.
Μπήκε
ο Μάρτης και η άνοιξη μοιάζει να ξυπνά, από τον λήθαργο του χειμώνα. Βέβαια
έτσι όπως ζούμε αφοσιωμένοι στην μουντή καθημερινότητα, δεν τα παρατηρούμε πια
αυτά – κι αν τους δίνουμε μια κάποια σημασία, δεν είναι η αρμόζουσα που τους
αξίζει.