«οι
χειμώνες μας, μένουν όλο και πιο λίγοι» - «άστο ρε ερημίτη, μην βαραίνεις πάλι τις
κουβέντες σου σήμερα, ο κόσμος αρκετές φόρες έχει ανάγκη και από καμιά κουβέντα
ανάλαφρη - άσε που λίγοι πια μετρούν τους
χειμώνες.»
«άλλος
ένα χειμώνας φεύγει – ποιος θα θυμάται αύριο αυτόν τον ασπρομάλλη γέροντα; Και ποιος
θα ζει με την ελπίδα πως θα ξανανταμώσουν; Να υπάρχει άραγε κάτι εκεί έξω, όπου
μαζεύονται οι περασμένοι χειμώνες; ή περνούν και χάνονται και αυτοί;
Ανάλαφρες
κουβέντες θες να ακούσεις; Γιατί ζητάς από τον ερημίτη, να βάλει το προσωπείο
του γελωτοποιού; Πιστεύεις πως χρειάζονται έναν ακόμα διασκεδαστή; Δεν καταλαβαίνεις
πως οι ανούσιες χαρές και τα πρόστυχα γέλια ήταν αυτά που μας τράβηξαν στο σκοτεινό
μονοπάτι;
Δεν
καταλαβαίνεις, πως οι ανάλαφρες κουβέντες ήταν ένα ακόμα δημιούργημα, όλων αυτών
που δεν άντεχαν το φορτίο τους; Πίστεψαν, πως με τα χαζόγελα, θα μετατρέψουν
την ζωή σε μια μεγάλη κωμωδία και για δες όλα έγιναν μια φάρσα.
Όλα
έγιναν μια φάρσα με πρωταγωνιστές γελωτοποιούς, κλόουν και σαλτιμπάγκους, αλλά όταν
φεύγει ο χειμώνας και λιώσουν τα χιονιά, κανείς δεν έχει όρεξη να χασκογελά.
Συνήθως
ο άνθρωπος βιάζεται να μεταπηδήσει από τον χειμώνα στην άνοιξη και έτσι χάνεται
η ουσία της ζωής. Αν δεν αγκαλιάσεις γερά, τον ασπρομάλλη γέροντα για να παγώσεις
πως ζητάς από τον ανοιξιάτικο ήλιο να σε ζεστάνει;
Το
ότι πια στην πολιτεία τα σπίτια είναι ζεστά και τον χειμώνα, δεν μου λέει κάτι –
οι πιο ψυχρές καρδίες έχουν βγει μέσα από τα πιο ζεστά σκεπάσματα…
Δεν
μπορεί ο ερημίτης που επέλεξε την παγωνιά, τα χειμωνιάτικα βράδια μέσα στην σπηλιά,
να ελαφρύνει τις κουβέντες του. Η καθημερινή επαφή με τους ανθρώπους είναι αυτή
που γεννά την πολυλογία – η πολυλογία ποτέ δεν έκρυψε μέσα της σημαντικές κουβέντες.
Με
τυπικές χαιρετούρες πίστεψαν πως θα έρθουν πιο κοντά, μα τώρα υπάρχει ένα χάσμα
ανάμεσα τους που τους τρομάζει. Και ίσως να πιστεύουν πως θα γεφυρώσουν το χάσμα
με ανάλαφρες κουβέντες και σοφιστείες.
Και
υπάρχουν ένα σωρό σοφιστείες στις μεγάλες πολιτείες και ο άνθρωπος ξέμαθε πια
να καταλαβαίνει την εξαπάτηση. Και αν δεν υπάρχει μια μικρή δόση εξαπάτησης στο
«κρασί» του, το φτύνει σαν άγευστο. – αλλοίμονο σε αυτόν που του λάχε να μαζεύει
ποτήρια…
Ίσως
να χεις δίκιο όταν λες πως η μοναξιά αγριεύει τον άνθρωπο, μα συμπάθα με - πιστεύω
πως είναι καλύτερο να ζεις σαν αγρίμι, παρά σαν κατοικίδιο που του έχουν περάσει
κολάρο. Δεν άξιζε τελικά τόση εξημέρωση, για ένα πεταμένο κόκκαλο.
Κάποτε
άνθρωπος ήταν αυτός που κυνηγούσε τα όνειρα του – τώρα; Τι αλήθεια μπορεί να κυνηγήσει
ο άνθρωπος;
οι
χειμώνες μας, όλο και λιγοστεύουν…»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου