«Δεν
ήξερα πως υπάρχουν ακόμα ερημίτες, τυχαία περνούσα απέξω από την σπηλιά. Μοιάζω
σαν κυνηγημένος, αλλά πιο πολύ σε χαμένος φέρνω. Θα ξαποστάσω λίγο και θα τραβήξω
τον δρόμο μου, δεν θα σε ενοχλήσω καθόλου.»
«Γιατί
να με ενοχλήσεις, του απάντησε ο ερημίτης, τώρα αρχίζει ο καιρός που αρχίζουν
οι επισκέψεις δω πάνω. Τον χειμώνα ίσως γινόσουν ενοχλητικός. Κανείς όμως δεν γίνεται
ενοχλητικός, αν δεν έχει σκοπό να ενοχλήσει.»
Ο
ξένος κοίταξε για λίγο την σπηλιά και είπε στον ερημίτη « δεν είσαι και άσχημα εδώ,
σε σχέση με την τρέλα που κυριαρχεί κει κάτω στις πολιτείες. Ένα λαχάνιασμα αμαρτωλό
υπάρχει κει κάτω, ένας κόσμος μπερδεμένος που δεν πιστεύει πια στον θεό, αλλά
δεν φοβάται και τον διάβολο.
Ξυπνάς
το πρωί με το καλό και το ίδιο το καλό πριν πας για ύπνο έχει δαιμονοποιηθεί. Και
σε λίγο καιρό οι πιο μεγάλες αμαρτίες, θα μπουν σε εικόνες που θα τις προσκυνάει
το ποίμνιο.
Ένα
ποίμνιο ζαλισμένο από την πολύ άχρηστη γνώση. Μια γνώση κλειδαρότρυπας ποιον άραγε
μπορεί να σώσει;»
Ο
ερημίτης τον άκουγα αμίλητος ώσπου τον διάκοψε και του είπε –« ξέρεις πολλούς
που θα έχαναν κάτι ασήμαντο για να κερδίσουν κάτι σημαντικό; Ξέρεις τι με ενοχλούσε
πιο πολύ εκεί κάτω; Να βλέπω τον άνθρωπο να βυθίζεται με ορμή στον βούρκο, μόνο
και μόνο γιατί αρνιόταν πεισματικά να ανοίξει τα φτερά του.»
Υπάρχει
πόνος σε κάθε άνοιγμα των φτερών, αλλά στην μαλθακότητα δεν βρήκε κανείς πότε καμιά
αλήθεια.
Αλλά
για πες μου, του είπε ο ερημίτης κοιτώνας τον κατάματα, εσύ για πού τραβάς;
«Μακάρι
να ξέρα του απάντησε κοφτά ο ξένος. Εκεί κάτω το βλέπω πως δεν την αντέχω, αλλά
δεν αντέχω πάλι και την μοναξιά. Δεν με ενοχλεί το κύλισμα στον βούρκο, αλλά δεν
λέω όχι στις χαμηλές πτήσεις.
Τα
μεγάλα ύψη τα θεωρώ θεϊκά και δεν θέλω να χω παρτίδες με τους Θεούς. Ίσως πιο μετά
όταν θα έρθουν τα γηρατειά να κάνω μια προσέγγιση – γιατί αυτό δεν κάνουν και πολλοί
άλλοι.
Ξέρεις
ερημίτη συνέχισε ο ξένος, όταν δεν ξέρω ποιον δρόμο να διαβώ νιώθω ελεύθερος
και όταν ακλουθώ ένα συγκεκριμένο μονοπάτι γίνομαι σκλάβος του μονοπατιού αυτού.
Υπήρξα
και μεγάλος αμαρτωλός, αλλά υπήρξαν και στιγμές που πλησίασα πολύ τον Θεό. Τώρα
θέλω να πορευτώ σαν άνθρωπος με τις αμαρτίες μου και τις ευλογίες μου.
Δεν
νομίζω να είχε σχεδιάσει τόση μεγάλη Κόλαση ο Θεός όταν ξεκίνησε την Δημιουργία,
έκανε ο ξένος και το πρόσωπο του σαν να φωτίστηκε. Το αδιαχώρητο της Κολάσεως
δεν μπορεί να είναι και μια κατηγόρια ενάντια στο θεϊκό σχέδιο;
Δεν
μπορούσε ο Θεός να προβλέψει ότι το δημιούργημα του θα ρέπει προς την αμαρτία; Ότι
τα βήματα του θα τον απομάκρυναν από τον Παράδεισο; Γιατί άφηνε πάντα τον διάβολο
να κρατάει το πιο καλό χαρτί;»
«Ελεύθερη
βούληση, φώναξε ο ερημίτης - δεν είναι καλυτέρα να τραβάς εν γνώση σου τον δρόμο
για την Κόλαση; πάρα να σε καθοδηγεί ένας δυνάστης Θεός; και τι αξία θα είχε μετά
ο Παράδεισος, όταν σε οδηγούσε εκεί το χαλινάρι και το μαστίγιο;
Απλά
για μένα αυτός που δεν θα λιγοψυχήσει, θα είναι ο εκλεκτός του Θεού ανεξαρτήτως
δρόμου. Βέβαια οι καιροί μας, δεν ευνοούν τους Θεούς. Ίσως η αιώνια ζωή ήταν πολύ
καλή, για να γίνει πιστευτή.
Τώρα
περιπλανιέται ο άνθρωπος χωρίς Θεό, ένα αγρίμι χωρίς φραγμό, αλλοίμονο σε αυτούς
που θα ζήσουν το απόλυτο θηρίο. Ανθρώπινο θηρίο όχι αυτό της Αποκαλύψεως.
Αλλά
νύχτωσε και έχεις δρόμο μπροστά σου και αυτός που δεν ξέρει για πού τραβάει εύκολα
χάνεται – πορεύσου εν ειρήνη αδελφέ μου του είπε ο ερημίτης και σηκώθηκε όρθιος.»
Ο
ξένος τράβηξε κατά την είσοδο της σπηλιάς και είπε στον ερημίτη – « έχω δύσκολο
δρόμο καλυτέρα να πηγαίνω, μείνε εδώ στην μοναξιά σου, ίσως αυτό να είναι το νόημα
της ζωής…»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου