Περιπλανήθηκε
για ώρες σήμερα ο ερημίτης και δεν το κατάλαβε πως έφτασε στα περίχωρα της πολιτείας.
Συνήθως οι περιπλανήσεις του είναι προς τα πάνω, προς τα ψηλά βουνά και τις μοναχικές
κορυφές.
Εκεί
που ο άνθρωπος μπορεί να ξαναγεννηθεί αν μπορεί να συμφιλιωθεί με τον εαυτό
του. Δύσκολο πράγμα να είσαι ο εαυτός σου – αυτό, ο ερημίτης το ξέρει καλά και ακόμα
πιο δύσκολο είναι να είσαι φίλος και σκληρός αφέντης του εαυτού σου.
Ένα
κακομαθημένο παιδί είναι ο εαυτός μας που με τα χρόνια χάνει την αθωότητα του και
κρατάει μανιωδώς τις παιδιάστικες συμπεριφορές του.
Δεν
είχε καμιά διάθεση ο ερημίτης να συνεχίσει για να βρεθεί μέσα στην πολιτεία και
στάθηκε για λίγο να ξεκουραστεί. Πια οι εμφανίσεις του στην πολιτεία είχαν γίνει
πιο αραιές, ίσως δεν θα αργούσε ο καιρός που θα σταματούσε τελείως τις επισκέψεις
του.
Πίστευε,
πως χρειάζεται να κρατάει κανείς μια κάποια απόσταση από τον άνθρωπο και τα έργα
του. Ειδικά τον σημερινό άνθρωπο που μοιάζει πιο μπερδεμένος από ποτέ.
Η
αναγκαστική συντρόφια – να ανήκεις κάπου γιατί δεν αντέχεις την μοναξιά σου,
τον ίδιο σου τον εαυτό, είναι το πρώτο κακό που θα συναντήσεις, αν περιδιαβείς διεξοδικά
τούτη την πολιτεία. Χέρια που απλώνονται
απεγνωσμένα για να πιεστούν από κάπου…
Ανθρώπινες
σχέσεις βασισμένες στο επίπλαστο και στο επιφανειακό. Και τα θεμέλια αρχίζουν
να τρίζουν και στα καλύτερα σπίτια, γιατί είναι δύσκολο να πας κόντρα στο ρεύμα
- ένα ρεύμα που έχει βαλθεί να συμπαρασύρει πατροπαράδοτες αξίες χρόνων.
Παιδικές
φωνές διέκοψαν τις σκέψεις του ερημίτη και η καρδία του γέλασε δυνατά – αυτές οι
χαρούμενος φωνές, οι ανέμελες - πόσο κοντά φέρνουν τον παράδεισο; Και για το μέλλον
αυτών των παιδιών εμείς δημιουργούμε μια κόλαση…
Έκατσε
για λίγα λεπτά να ακούει τις παιδικές φωνές και να σκέπτεται την «βασιλεία του Θεού»
γεμάτη από τέτοιες φωνές. «γιατί άραγε να βαραίνουν τα βήματα και η καρδιά, σκέφτηκε
ο ερημίτης, όσο ο άνθρωπος απομακρύνεται από την παιδική του ηλικία;»
Με
την καρδιά του χαρωπή κίνησε για ψηλά, για την σπηλιά του - «άντε γέρο ερημίτη, φώναξε
δυνατά, απομακρύνσου από αυτήν την πολιτεία που οι παιδικές φωνές είναι ότι καλύτερο
έχει να σου δώσει.»
Με
γοργά βήματα άρχισε να ανεβαίνει προς τα πάνω, όχι σαν κυνηγημένος, αλλά σαν κάποιος
που βιάζεται να απομακρυνθεί από ένα κουφάρι…
Γνώριμα δέντρα τον υποδέχτηκαν, του φάνηκε για
μια στιγμή πως ο άνεμος φύσηξε πιο δυνατά για να τον υποδεχτεί και χαμογέλασε
με τις τρέλες του σκέψεις.
Είσοδος
της σπηλιάς μου, σε ξαναβρίσκω, φώναξε δυνατά – τελικά δεν είναι χάσιμο χρόνου να κατεβαίνεις
και καμιά φορά προς τα κάτω…»
Γύρισε
είδε την πολιτεία, μακρινή, απόμακρη όπως τότε που την είχε αφήσει πριν χρόνια…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου