«όποιος
δεν βίωσε στην ζωή του μια καταιγίδα, τρέμει ακόμα και την σιγανή ψιχάλα και αυτός
που δεν έζησε για χρόνια στα σκοτάδια, δεν έμαθε να εκτιμάει το φως.»
Ήταν
Ιούλιος του 1942 όταν οι αρχές αποφάσισαν για λογούς ασφαλείας να φύγουμε από
τα παράλια της Βούλας, φοβούμενοι την απόβαση των συμμάχων. Ένα γκρίζο πρωινό
ξεκινήσαμε από ένα χωμάτινο δρόμο για την Αθήνα. Τρεις μέρες πορεία κάναμε για
να φτάσουμε στον Άγιο Κωνσταντίνο.
Τότε
δεν υπήρχαν ούτε δρόμοι, δεν υπήρχαν λεωφόροι, δεν υπήρχε άσφαλτος. Δεν υπήρχε
τίποτα - μόνο πείνα και δυστυχία. Τα πάντα μέχρι τον Φλοίσβο και πιο
συγκεκριμένα στο Φάληρο και τις Τζιτζιφιές ήταν στρωμένα με χώμα.
Θυμάμαι
ένα εκκλησάκι της Παναγιάς, που πηγαίναμε τακτικά και εκκλησιαζόμασταν. – να
υπήρχε άραγε θεϊκή παρέμβαση που σωθήκαν τόσα παιδάκια στην κατοχή; Ή το
ένστικτο της επιβίωσης στον άνθρωπο είναι τόσο δυνατό που αντιπαρέχετε σε
τρομερά δύσκολες καταστάσεις;
Δέκα
χρονών παιδί, ξυπόλητος, μαζί με άλλα 500 παιδιά, αγόρια και κορίτσια – σε μια
παρέλαση ζωής και θανάτου.
Μπροστά
πήγαιναν τα καμιόνια των Γερμανών, τα νοσοκομειακά αυτοκίνητα, μήπως και πέσει
κάποιοι παιδάκι από την εξάντληση να το βάλουν μέσα. Η σημαία του Ερυθρού
Σταυρού ήταν παραπλεύρως της Ελληνικής
για να θυμίζει πως διέρχεται ένα απροστάτευτο «καραβάνι».
Ταλαιπωρημένα,
εξαντλημένα και πεινασμένα φτάσαμε μετά από τρεις μέρες πορείας στον σημερινό
Άγιο Κωνσταντίνο στην Ομόνοια. Εκεί μας έβαλαν μέσα στην εκκλησία για να
προφυλαχτούμε από τους βομβαρδισμούς των συμμάχων.
Μας
υποδέχτηκε ένας πραγματικός άνθρωπος του θεού – ο παπά Αντρέας. Με τα λιγοστά
που διέθετε προσπάθησε να μας δείξει ένα πιο χαρούμενο πρόσωπο της ζωής. Μας
αγκάλιασε σαν παιδιά του, μας έδωσε συσσίτιο.
Ότι
χρειαστήκαμε ήταν εκεί, αλλά δεν
μπορούσαμε άλλο να ζούμε στον οίκο του θεού και αποφασίστηκε σε ένα μηνά να
μεταφερθούμε σε ένα παιδικό σταθμό στο Μεταξουργείο. Εκεί τρώγαμε μπιζέλια και
αρακά και ότι άλλο μας έδινε ο Ερυθρός Σταυρός.
Αλλά
και εκεί το ίδιο πρόβλημα – στενότητα χώρου και πάλι ξεκίνησε η πορεία των
μικρών ψυχών με προορισμό τα βουστάσια στο τέρμα Κολοκυθούς. Είχαν ετοιμάσει τα
κρεβάτια μας ήταν η καλύτερη διαμονή στην μέχρι τότε περιπλανώμενη και δύσκολη
ζωή μας.
Η
υπηρεσία έκρινε πως τα μεγαλύτερα παιδιά σε ηλικία θα επωμιζόντουσαν την μεταφορά
των πραγμάτων μας. ο Ρήγας, ο Μανωλάτος, ο Μπέσας, ο Μανώλης και εγω και ενα καροτσάκι που ήταν το όχημα μας για την μεταφορά των τροφιμων.
Θυμάμαι
χαρακτηριστικά ενώ πηγαίναμε με το καροτσάκι κατέβαιναν οι όμηροι από την Αθήνα
για να τους πάνε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης στο Χαϊδάρι. Ανεβαίναμε παράνομα
στα πράσινα τα τραμ, οι εισπράκτορες και οι τραμβαγέρηδες ίσως μας αντιπαθούσαν και λιγο.
Αξέχαστη
εμπειρία τα πράσινα τα τραμ, ακόμη θυμάμαι το δικό μας, ήταν το 11 που έγραφε «τέρμα
Κολοκυθού – Ιπποκράτους». Ήμασταν ζωηροί, αδέσποτοι, χωρίς γονείς, χωρίς περίθλαση,
χωρίς τίποτα. Γυρνούσαμε από το πρωί ως το βράδυ, χωρίς να μας ελέγχει κανείς.
Ας
μείνουμε όμως στο καροτσάκι. Με ένα χαρτί στο χέρι, κατι σαν φύλλο πορείας, για να μπορέσουμε να μεταφέρουμε
τα πράγματα μας, ξεκινούσαμε την πορεία μας κατεβαίνοντας την οδό Αθηνάς, περνούσαμε
πάντα από την πλατεία του Ψυρρή για να πάρουμε ψωμί από τον φούρνο του Μανιάτη,
που πάντα μας πρόσφερε και απ ένα κουλουράκι. Αφού παίρναμε το ψωμί ξεκινούσαμε
για την επιστροφή.
Μια
φορά την εβδομάδα έπρεπε να πάμε στου Φιξ στην λεωφόρο Συγγρού για να πάρουμε πάγο.
Περνούσαμε από την Κολοκυθού και βγαίναμε επί της Παρθενώνος, ύστερα στη Συγγρού,
περνούσαμε την Μακρυγιάννη, την Πλάκα, από κει στην Φιλοθέη, ύστερα στη Μητροπόλεως,
το Θησείο και στη συνέχεια στην πλατεία Κουμουνδούρου, οπού και αφήναμε τον μισό
πάγο. Από εκεί συνεχίζαμε τη διαδρομή για Κολοκυθού.
4
Δεκεμβρίου 1944 – πήραμε το καροτσάκι και πήγαμε πάλι να πάρουμε τα ψώνια από την
οδό Αθηνάς. Κατεβαίνοντας προς του Ψυρρή στρίψαμε προς την οδό Πειραιώς. Τότε ακούστηκε
η τουφεκιά. Ο Μανώλης έπεσε κάτω από σφαίρα ελεύθερου σκοπευτή. Τρέξαμε να δούμε
τι έπαθε το παιδί και διαπιστώσαμε το θάνατο του.
Αυτό
τα παιδί ήταν και το πρώτο θύμα της κατοχής, που ετάφη στον προαύλιο χώρο του βρεφοκομείου.
Μετά από αυτό κανένας μας δεν ήθελε να «ξαναπαίξει» με το καροτσάκι, γιατί φοβόμασταν
μην μας σκοτώσουν.
Υ.Γ.
η ιστορία αυτή είναι αληθινή, μακάρι να ήταν μυθοπλασία να γευόταν λίγο παραπάνω
ζωή ο Μανωλάκης. Αφιερωμένη σε όλους εμάς που λιγοψυχάμε, που τα παρατάμε στις σημερινές
μικρές δυσκολίες. Πάντα θα υπάρχουν παραδείγματα
για να παλεύουμε μέσα στη ζωή, για την ίδια τη ζωή.
1. http://blogs.sch.gr/zoot_/files/2014/10/%CE%97-%CE%91%CE%B8%CE%AE%CE%BD%CE%B1-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%9A%CE%B1%CF%84%CE%BF%CF%87%CE%AE%CF%82-7-%CE%97%CE%9C%CE%95%CE%A1%CE%95%CE%A3.pdf
ΑπάντησηΔιαγραφή2. http://www.academia.edu/31903590/%CE%97_%CE%B5%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%AE_%CE%BA%CE%BF%CE%B9%CE%BD%CF%89%CE%BD%CE%AF%CE%B1_%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BD_%CE%BA%CE%B1%CF%84%CE%BF%CF%87%CE%AE.pdf
3. https://www.politeianet.gr/books/9789602210963-mazower-mark-alexandreia-stin-ellada-tou-chitler-bibliodetimeni-ekdosi-203512
4. http://archeia.moec.gov.cy/sm/301/diathematiki_istoria_logotechnia.pdf