Λιγοστά
τα χιόνια που πέσαν φέτος, έξω από την σπηλιά. Λιγοστά και τα ξύλα που πέσαν, πάνω
στην φωτιά. Ένας παράξενος χειμώνας ήρθε φέτος – ένας χειμώνας που δεν ευνοεί
την ζωή του ερημίτη. Γιατί του ερημίτη, του αρέσει να ζει τον χειμώνα και να επιβιώνει
το καλοκαίρι…
Και
μια μελαγχολία ήρθε και φώλιασε στην καρδία του ερημίτη, όταν συνειδητοποίησε
πως μπήκαμε, στον τελευταίο μήνα του χειμώνα. Είχε ακόμα ξύλα, ενώ είχε υπολογίσει
πως θα τα είχε κάψει και θα χρειάζονταν να βγει να μαζέψει. –«να γίνομαι άραγε τεμπέλης;
– σκέφτηκε, να άγγιξε το μικρόβιο της αναβλητικότητας
και τον ερημίτη;»
Και
περιπάτους δεν έκανε πολλούς φέτος – ίσως γιατί πάντα του άρεσε τον χειμώνα, να
περιδιαβαίνει σε χιονισμένα μονοπάτια. Έχει και τις λόξες του ο ερημίτης – άνθρωπος
είναι και αυτός. Μήτε θεός – μήτε αγρίμι…
Είχε
σηκωθεί νωρίς το πρωί σήμερα, ήπιε τον καφέ του χωρίς φωτιά. - «ένας φθινοπωρινός
καιρός μέσα στο καταχείμωνο σκέφτηκε - ένα σημάδι αλλαγής; - Η άλλο ένα τυχαίο γεγονός
από αυτά που η φύση χαρίζει απλόχερα;»
Με
αυτά και με αυτά πέρασε το πρωινό. Δεν είχε αποφασίσει ακόμα αν θα έβγαινε για ξύλα
ή για περίπατο. Αλλά ήταν αποφασισμένος να βγει. Η ραθυμία και η αναβλητικότητα, πάντα τον ενοχλούσε στους ανθρώπους, όσο ακόμα ήταν κοντά τους.
«το
κακό είναι να γέρασες πριν την ώρα σου» φώναξε δυνατά και σηκώθηκε σαν παιδί,
που τραβά για το παιχνίδι. Ένα παιχνίδι είναι και η ζωή, απλά κάποιοι μας πήραν
τους βόλους και ποτέ δεν τους γυρέψαμε πίσω…
Πίσω - Πολλές φορές πήγαινε πίσω ο ερημίτης τότε, που ήταν παιδί. Ήθελε πολλές φορές
να συναντήσει αυτό το παιδί και να το ρωτήσει αν ήθελε να γίνει ερημίτης, αλλά
τι το ένοιαζε το παιδί το αύριο; Με γέλια και χαρές άρπαζε το παιχνίδι – άρπαζε
την ζωή.
Βιαζόμαστε
να μεγαλώσουμε, να χάσουμε την αθωότητα μας που είχαμε παιδιά – γινόμαστε σκυθρωποί,
ανίκανοι να δούμε την ζωή, σαν το πιο χαρούμενο παιχνίδι.
Στάλες
της βροχής έπεφταν τώρα από τον ουρανό. Νιφάδες του χιονιού έπρεπε να πέφτουν.
Φεβρουάριε
κουτσοφλέβαρε σου λάχε ο κλήρος φέτος, να σώσεις την τιμή του χειμώνα – μην μας απογοητεύσεις…
Φόρεσε
το αδιάβροχο – ποτέ δεν τον τρόμαξαν λίγες σταγόνες βροχής και βγήκε. Γύρισε και
κοίταξε πίσω την σπηλιά, χωρίς χιόνια – «να
μας εκδικούνται άραγε οι θεοί σκέφτηκε, γιατί ποτέ δεν λατρέψαμε τους βαρύς χειμώνες;»
Η
βροχή έπεφτε τώρα πιο δυνατά, σαν να ήθελε να τραγουδήσει και αυτή μαζί με τον ερημίτη
«τους καλογέρους…»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου