Παρασκευή 24 Απριλίου 2020

"Το μπαρ το ναυάγιο"







Άλλο ένα βράδυ είχε ξεκινήσει από νωρίς για τον Δημήτρη. Πάει καιρός τώρα, που είχε ξεκινήσει μια ζωή παρακμιακή, μια ζωή που έβλεπε πως δεν οδηγεί πουθενά, αλλά δεν είχε και καμιά διάθεση να την αλλάξει.  Νέος ήταν ακόμα, μα είχε μια βαρεμάρα στο βλέμμα και στην καρδιά, που δύσκολα συναντάς σε ανθρώπους ,που έχουν ολάκερη τη ζωή τους μπροστά τους.

Είχε προλάβει να πιει αρκετό αλκοόλ, ένιωθε κιόλας μια μικρή ζαλάδα και δεν είχαν φτάσει ακόμα μεσάνυχτα.  Κοίταξε γύρω του - τόσος κόσμος, αλλά αυτός ένιωθε ένα μεγάλο κενό. Είχε καταλάβει πως το αλκοόλ δεν λύνει προβλήματα - απλά τα πνίγει, τα βάζει όλο και πιο βαθιά και αυτά βγαίνουν πιο μετά με περισσότερη ένταση...

Βγήκε έξω, ήθελε να περπατήσει, κάτι τον έπνιγε. Συννεφιασμένος ο καιρός , βαρύς, όλοι βιάζονταν να μπουν κάπου να προφυλαχτούν, από τον παγερό αέρα και αυτός εκεί περπατούσε, χωρίς καμία διάθεση να προφυλαχτεί και χωρίς να πηγαίνει κάπου συγκεκριμένα. 

Είχε ακούσει για ένα κακόφημο μπαρ, παρακμιακό  έξω από την πόλη - "το μπαρ το ναυάγιο". Ασυναίσθητα τράβηξε κατά κει, "πάντα έλεγα να πάω, σκέφτηκε εκεί που η γυναίκες πουλάνε φτηνά όνειρα,  κάνοντας τα γλυκιά μάτια και οι άντρες τα αγοράζουν πρόθυμα".

Το ψιλόβροχο που άρχισε να πέφτει έδιωξε τις σκέψεις του και τον έκανε να ανοίξει το βήμα του. Όσο απομακρύνονταν από το κέντρο, τόσο η πολιτεία γίνονταν βρώμικη, σκοτεινή, λες και οι άνθρωποι που ζούσαν εδώ ήταν ενός κατωτέρου Θεού -  λες και ο Διάβολος είχε πάρει τα κλειδιά, στα περίχωρα της Πολιτείας.

Από την μουσική που ήρθε στα αυτιά του, κατάλαβε, πως έφτανε στον προορισμό του. Είδε την ταμπέλα, καλά το θυμόταν - " ωραίο  όνομα διάλεξαν, σκέφτηκε - για να δω ποιοι βρίσκουν παρηγοριά εδώ μέσα;

Χαιρέτησε βαριεστημένα τον πορτιέρη και άνοιξε την πόρτα. Η μουσική όρμησε με δύναμη στα αυτιά του - " λαϊκή μουσική, βαριά σκέφτηκε, ίσως για να ξυπνούν στους άντρες τα πρωτόγονα ένστικτα και να γίνεται το παιχνίδι. Όλα είναι ένα παιχνίδι, κυνηγοί και κυνηγημένοι και οι ρόλοι απλά μας παραδίνονται, χωρίς να έχουμε δικαίωμα διαλογής - ή δεν είναι έτσι;

Κοίταξε γύρω του, γεμάτο το μαγαζί - "ώστε εδώ έρχονται όλοι αυτοί για να βρουν αυτό που ψάχνουν; αλλά, τι υπάρχει για να ψάξεις εδώ; τι μπορείς να βρεις εδώ μέσα;"

Έπιασε ένα σκαμπό, σε μια απόμερη γωνία στο μπαρ, στην πρώτη κοπέλα, που τον πλησίασε για να παρήγγειλε δεν είπε ουίσκι, μα "νερό της φωτιάς" - προσπάθεια εντυπωσιασμού; ή ήταν κάτι ασυνείδητο, που του βγήκε απόρροια, που από μικρός τον είχε συνεπάρει η ιστορία των Ινδιάνων της Αμερικής;

Πήρε το ποτήρι με το ουίσκι στα χέρια του και κατέβασε μια μεγάλη γουλιά, κάηκαν τα σωθικά του - "κάτι ήξεραν οι Ινδιάνοι μονολόγησε" και άρχισε να παρατηρεί τριγύρω του.  

Υπήρχε μια διάθεση κεφιού, σε ολάκερο το μαγαζί λες και οι άνθρωποι μπαίνοντας εδώ άφηναν όλα τους τα προβλήματα στον άτυχο πορτιέρη. 

Γυναίκες με δίσκους γεμάτους ποτά,  χαμογελώντας διέσχιζαν το μαγαζί με αέρινα βήματα. Άλλες υποδέχονταν τα ποτά, πλάι στους θαμώνες - ένα Διονυσιακό γλέντι έχει στηθεί εδώ σκέφτηκε, μόνο που οι μαινάδες χορεύουν και για τον Μαμωνά...

Συνεχίζεται...













Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου