Σου 'ρχεται κι ο άλλος να φάμε ένα μεζέ χθες στην σπηλιά και σου λέει «καλορίζικο και το Χάος. Αλλά, ρε παιδί μου, δεν τον τραβάς τον κόσμο έτσι. Είσαι και μακριά δω πάνω, ποιος θα σε βρει; Αλλά κι αν τυχόν σε βρει, δεν έχεις κάτι για να τον κρατήσεις...»
- «Τι να κάνω, ρε;», του λέω. «Να βάλω ξέκωλα να λένε τον καιρό;» -«Όχι, ρε,», μου λέει. «Θα μπορούσες να φτιάξεις έναν τροχό της τύχης. Δύσκολα τα βγάζει πέρα ο κόσμος, θα 'ρχόταν να γυρίσει τον τροχό.»
Κόντεψε να με πνίξει ο αθεόφοβος. «Καλά, ρε, τι μου λες τώρα;», του λέω. «Θα δώσουμε στον κόσμο ελπίδα με τον τροχό της τύχης; Και οι τυχεροί τι θα κερδίζουν; Ούτε λουκουμάκι δεν υπάρχει εδώ πάνω, αφού τα ξέρεις αυτά.»
-«Βιβλία βλέπω στην σπηλιά», έκανε ο καλεσμένος μου και το μάτι του έπεσε σε μια βιβλιοθήκη που όντως είχε κάμποσα βιβλία. «Δώσε βιβλία. Δώσε στον κόσμο βιβλία, μοιράσου τη γνώση...»
-«Ρε, ποιος διαβάζει βιβλία πια; Άσε που τούτα είναι και λίγο λοξά και δεν θα έχουν πέραση. Το βιβλίο πια έγινε ελαφρολαϊκό και τέτοια δεν έχω εγώ. Χάρι Πότερ, το χαλί το μαγικό, τα δάκρυα της χαζής, η συνωμοσία της φακής, αιώνιοι εραστές και τα ούφο μένουν εδώ... Αφού το ξέρεις, αυτά πουλάνε και αυτά δεν θα τα βρεις εδώ.»
-«Μπορείς να οργανώνεις τις Κυριακές περιπάτους στη φύση. Μην το γελάς, τα κάνει πια αυτά ο άνθρωπος, έγιναν της μοδός.»
-«Ναι, και το κυνήγι του κρυμμένου θησαυρού θα παίζουμε και θα ανεβούν απότομα καμία απόκρυμνη πλαγιά, θα τους έρθει ταμπλάς και θα βρούμε τον μπελά μας... Κάτσε καλά, ρε, να πιούμε το τσιπουράκι μας, γιατί έχεις έρθει να με ανακατέψεις, βλέπω.»
-«Εγκαίνια να κάνεις μια Κυριακή του Μάρτη», συνέχισε απτόητος ο επισκέπτης μου. Με μπαλόνια και ταρατατζούμ. Να τα αμολήσεις τα μπαλόνια να πάνε ψηλά και να γράφουν ανοίξαμε και σας περιμένουμε, κι εσύ από κάτω ταρατατζούμ ταρατατζούμ και δώστου να γυρνάς τον τροχό της τύχης.»
-«Κωλάδικο θ' ανοίξουμε, ρε; Άκου ανοίξαμε και σας περιμένουμε! Και σταμάτα να το ρουφάς έτσι το τσίπουρο, γιατί θα πεις και άλλα και δεν έχω όρεξη να σε ακούω.»
-«Έχεις δίκιο, είναι αργά», μου είπε. «Ήπιαμε πολύ, θα γύρω κατά κάτω. Και άλλαξε και το όνομα! Άκου Χάος! Και δως του χρώμα. Τι μαυρίλα είναι αυτή, παιδάκι μου, μου πόνεσαν τα μάτια.»
Τον ξεπροβόδησα μέχρι την είσοδο της σπηλιάς. Κάτω τα φώτα της μεγάλης πολιτείας είχαν ανάψει για τα καλά. «Δεν πρόκειται να χαθεί», σκέφτηκα.
Γύρισα κι έβαλα ξύλα στην φωτιά. Κοίταξα το Χάος. Όντως μου φάνηκε σκοτεινό. Ίσως γιατί βαθιά μέσα μου δεν πίστευα πως ήταν στα αλήθεια φωτισμένη η πολιτεία κει κάτω...
Πήρα ένα βιβλίο και έκατσα σιμά στη φωτιά. Ο φοιτητής Ρασκόλνικωφ και οι περίεργες ιδέες του περί τον διαχωρισμό των ανθρώπων, ο δαιμόνιος Πορφυρής Πέτροβιτς που τον καταδιώκει, η γριά η τοκογλύφα Σόνια, και τέλος η τιμωρία στη Σιβηρία. Έγκλημα και τιμωρία, Ντοστογιέφσκι – μα είναι δυνατόν να σε βάλω εσένα στον τροχό της τύχης;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου