Δεν μπορώ να ταιριάξω και ένα ποίημα, μια ρίμα, κάτι... Πάει καιρός που αποδέχτηκα πως δεν μπορώ να γίνω ποιητής. Δεν είναι και εύκολα αυτά, αλλά δεν κερδίζεις και τίποτα να κλαις πάνω στα χαμένα. «Δεν μπορούμε να γίνουμε όλοι ποιητές» είπα και άφησα πίσω μου ό,τι ποιητικό υπήρχε μέσα μου...
Για να σκοτώνω τις ώρες μου δω πάνω στις ερημιές, σκαρώνω κάτι στιχάκια, αλλά είναι ρηχά, χωρίς οίστρο. Τα θάβω γρήγορα και τα ξεχνάω. Μπορώ να τα απαγγέλλω δω πάνω τα βράδια – κανείς δεν θα τα ακούσει, αλλά και τ’ αυτιά μου δεν τα καλοδέχονται.
Τα ψιθυρίζω τις νύχτες του χειμώνα που έξω αστράφτει και βροντά για να κοροϊδεύω τα αυτιά μου. Ίσως γι’ αυτό και να μ’ αρέσει ο χειμώνας...
Και αν δεν είσαι ποιητής, πώς να γράψεις; Δεν μπορείς. Θέλει τέχνη να ταιριάζεις τις λεξούλες μαζί σαν μωσαϊκό. Αν δεν μπορείς να το κάνεις αυτό, δεν μπορείς να μπεις στη λέσχη των ποιητών.
Βέβαια κανείς δεν διαβάζει πια ποιήματα, αλλά δεν φταίνε οι ποιητές γι’ αυτό. Ή μήπως φταίνε; Μήπως έκαναν την ποίηση βαριά; Ενώ το ήξεραν πως ο άνθρωπος προτιμά τα ευκολοχώνευτα πράγματα. Αλλά όλοι ξέρουμε πως ο ποιητής ακολουθεί μια εσωτερική ανάγκη που του φωνάζει να γράψει – τι τον ενδιαφέρει η ανταπόκριση του κοινού;
Αλλά από την άλλη, αν δεν ήθελε να προδώσει τα μυστικά που κρύβει μέσα του, γιατί να τα γράψει ο ποιητής; Γιατί να μην τα απαγγέλλει, να τα βγάλει από μέσα του ψηλά στις κορυφές των βουνών και ο άνεμος να τα πάρει μακριά;
Αλλά αν έχουν υπάρξει και τέτοιοι ποιητές, δεν θα τους έχει γνωρίσει κανείς – μονάχα ο άνεμος θα έχει ακούσει τις φωνές τους. Χαμένη ποίηση σκορπισμένη στους πέντε ανέμους...
Ο χαμένος ποιητής θα ξυπνούσε κάθε πρωί και θα στεκόταν κάτω από τον ήλιο ή κάτω από τη βροχή και θα έβγαζε από μέσα του αυτό που μάζευε ολόκληρη τη νύχτα και ελαφρωμένος θα πήγαινε να ταιριάξει κι άλλες ρίμες, να φέρει το πρωί για να πάρουν οι άνεμοι.
Και αν τύχαινε και περνούσε κάνας διαβατής από κει που απάγγελνε στα κρυφά ο ποιητής και τον άκουγε, θα τον περνούσε σίγουρα για τρελό. Αλλά δεν είναι και λίγοι αυτοί που πιστεύουν πως οι αληθινοί ποιητές περνιούνται για τρελοί και τα ποιήματά τους δεν άξιζαν να πέσουν στο χαρτί.
Στο χαρτί αξίζει να πέφτει φτιασιδωμένη ποίηση των ανθρώπων – όχι των θέων. Ευκολοχώνευτη και απαλή στα αυτιά, χωρίς σκέψη βαθιά και νοήματα κρυφά. Fast-foοd ποίηση πλασάρεται στις μέρες μας, junk-foοd ποίηση σερβίρεται στις μέρες μας και δεν ξερνάει κανείς...
Υ.Γ. Αν αφήνεις την πένα και περιπλανιέσαι στο δάσος για καιρό, όταν γυρνάς να την ξαναπιάσεις το χέρι σου δεν τη συνηθιζει εύκολα. δεν μπορεί όμως το γράψιμο να είναι μια ακόμα συνήθεια..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου