Στα
χρόνια τα παλιά, σε μέρη μακρινά ζούσε ένας παράξενος πειρατής. Δεν ήταν ο
κλήρος του να αγριεύει και να κουρσεύει, αλλά κάποτε πριν χρόνια, σήκωσε τα
μάτια του πολύ ψηλά και ενόχλησε πολλούς – έφυγε μια νύχτα και γύρεψε στην θάλασσα
παρηγοριά.
Για
κοίτα εκεί κάτω ερημίτη – τι γίνεται; Θα μου πεις αυτά έβλεπες, γι αυτό ήρθες
δω πάνω. Καλύτερα μονάχος είπες, παρά στο πανηγύρι των τρελών να κάνω τον παλιάτσο…
Πάλι
ρε ερημίτη, πηγές για δουλείες στην πολιτεία και έμεινες για μήνες; Να ήταν άραγε
η έλευση του χειμώνα, που σε έφερε πάλι δω πάνω; Η σε κούρασαν πάλι οι άνθρωποι
και σιχτίρισες τον χαμένο καιρό;