"Ο βοσκός και το ποίημα"

Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ
μεγάλα κ’ υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.
Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.
Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη·
διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.
A όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω.
Aλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.
Aνεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω. 
Κάποια πράγματα λένε πως μας σημαδεύουν βαθιά από την παιδική μας ηλικία. Έτσι και ο Πάρις ένιωσε πως τον άγγιξε βαθιά, αυτό το ποίημα του Καβάφη. Εκεί στα 14 πρέπει να ήταν, όταν ένας καθηγητής παρέκλινε, πολλές φόρες από το βαρετό μάθημα των Αγγλικών και διάβαζε στα παιδιά ποιήματα, λίγο πριν το κουδούνι…
Ένα μουντό, βροχερό, Φθινοπωρινό πρωινό ήταν, που άκουσε πρώτη φορά για τα «Τείχη» του Καβάφη. Αυτό μπήκε μέσα του βαθιά και ίσως ήταν η αιτία που όταν μεγάλωσε ο Πάρις πίστευε, πως υπάρχουν δυο κατηγορίες ανθρώπων: η πρώτη κατηγορία, αυτοί που ζουν εντός των τειχών…
Ζουν, αναπνέουν και πορεύονται, εκεί που βρίσκουν ασφάλεια. Βολεύονται και με λίγα, αρκεί να μην τους τρομάζει το αύριο, το άγνωστο – τα τείχη γι αυτούς δεν είναι κάτι απαγορευτικό, κάτι που τους κρατάει αποκλεισμένους από τον κόσμο, αλλά τα τείχη τους δίνουν μια αίσθηση σιγουριάς. Δεν είναι και λίγο μπροστά σου να υψώνεται κάτι, που θα κρατήσει μακριά τους «βαρβάρους»…
Η άλλη κατηγορά είναι αυτή που λαχταρά την περιπέτεια, την αναζήτηση, «το ιερό δισκοπότηρο» - αρνούνται την ασφάλεια, που προσφέρουν τα τείχη και ξεχύνονται στο άγνωστο. Ζουν επικινδύνως και φωνάζουν πως «η ασφάλεια είναι η πιο σίγουρη λύση για να αποδεχτεί ο άνθρωπος, πως δεν μπορεί να φτάσει μακριά.»
Άλλοι τρων τα μούτρα τους, μα άλλοι φτάνουν τόσο μακριά, που δεν φτάνει το μάτι εκείνων, που κρυφά τα βράδια ανεβαίνουν ψηλά στα τείχη και κοιτούν μακριά τον ορίζοντα. Οι εκτός των τειχών, δεν αποζητούν το βόλεμα, ίσως κάτι μέσα τους, να τους παρακινεί να μην μένουν στάσιμοι, να μην δένονται με βαριές αλυσίδες - προτιμούν να χαθούν, παρά να ζουν μια ζωή προβλέψιμη και βαρετή.
Αν και ο Πάρις έφτασε πια στην τετάρτη δεκαετία της ζωής του, δεν έχει ξεκαθαρίσει μέσα του, για το αν υπάρχει και μια τρίτη κατηγορία. Αυτοί που μεγαλώνουν εντός των τειχών,- και δείχνουν πως είναι γεννημένοι να ζουν έτσι -  αλλά περνούν μια φάση της ζωής τους και νιώθουν πως κάτι τους πνίγει.
Αφήνουν κρυφά – σαν τους κλέφτες – την ασφάλεια των τειχών, κάποιες νύχτες και ξεχύνονται προς τον μακρινό και άγνωστο ορίζοντα. Τρέχουν ελεύθεροι και χωρίς αλυσίδες για πρώτη φορά και νομίζουν πως μπορούν να ζήσουν και μακριά από τα τείχη. Μα γρήγορα αποζητούν την ασφάλεια και γυρίζουν πίσω. Μια ντροπή και μια νοσταλγία θα τους συντροφεύουν για πάντα.
Το μυαλό του Πάρι αρνείται πεισματικά να σκεφτεί πως μπορεί και οι εκτός των τειχών κάποια στιγμή, να ζητήσουν καταφύγιο μέσα. Τι ντροπή, τι απαίσιος «θάνατος.»
Με αυτό το ποίημα και τις σκέψεις, που προέρχονταν από αυτό, μεγάλωσε ο Πάρις μέσα στα βουνά και στην μοναξιά. Η ποιμενική ζωή δεν του άφηνε και πολλά περιθώρια να έχει συναναστροφή με τους ανθρώπους. Αλλά και όταν τέλειωσε το λύκειο συνέχισε να διαβάζει – ίσως για να έρχεται κοντά με τους ανθρώπους, ίσως για να απομακρύνεται πιο πολύ…
Τον είχε συναρπάσει η αρχαία Ελλάδα – ένας μικρός λαός, με τόσα μεγάλα επιτεύγματα. Αυτοί σίγουρα δεν γνώρισαν τα τείχη -  και αν χρειάστηκε να υψώσουν μικρά τείχη και για λίγο – ήταν για να μην τους οδηγήσει η «τρέλα» τους στον γκρεμό…
Το να είσαι βοσκός όμως, είναι σκληρό. Έχει δυσκολίες που δεν βρήκε ποτέ ο Πάρις στα ποιήματα. Είναι δύσκολο να κουράζεσαι, να προσπαθείς για τα προς το ζην και να προσπαθείς παράλληλα να μείνεις άνθρωπος. Να προσπαθείς να ανασάνεις μέσα στις κοπριές.
Μοναχοπαίδι ο Πάρις – όταν γέρασαν οι γονείς του και έπρεπε κάποιος να τους συντηρεί, σταμάτησε να σκέπτεται τρόπους διαφυγής. – «γιατί δεν το έκανε νωρίτερα;» θα μου πεις – ίσως δεν έβλεπε τα τείχη που σηκώνονταν σιγά σιγά…
Συνεχίζεται…

















Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου