Κυριακή 18 Ιουνίου 2017

"Μια βόλτα στην θάλασσα"



Για την θάλασσα τράβηξα σήμερα «ευκαιρία είπα, βροχερή μέρα, καλοκαιρινή – θα την βρω μονάχη της». Ξέρει πως προτιμώ τα βουνά και δεν έκρυψε την έκπληξη της.

«ποιος άνεμος σε έφερε ερημίτη στα πόδια μου; - μου είπε αυτή και χαμογέλασε. Σπάνια έρχεσαι πια τα καλοκαίρια να με δεις, αλλά πρέπει να παραδεχτώ, πως είσαι από τους λίγους, που έρχονται και σπάνε την χειμωνιάτικη μονοτονία μου.»

Βέβαια ο καιρός δεν βοηθάει και παρατείνετε η μοναξιά μου και δεν έχω μάθει έτσι και όσο να ναι μου κακοφαίνεται.»

«τι τραβάς και συ μωρέ θάλασσα της αποκρίθηκα. Μα, με τόση απεραντοσύνη και να νιώθεις μοναξιά; – δεν σε κατάλαβα ποτέ. Ίσως και γι αυτό δεν έρχομαι σε σένα, συχνά.

Και τι τους θέλεις; Την ρώτησα. - Θα σου φέρουν τα σκουπίδια τους, την οχλαγωγία τους – θα συνηθίσεις στην παρουσία τους και μετά θα σου είναι δύσκολο να τους αποχωριστείς με τα πρωτοβρόχια.»

«γι αυτά που τους προσφέρεις έρχονται εδώ και όχι για σένα – ποτέ θα το καταλάβεις αυτό; -για να μην χολοσκάς, που μένεις μονάχη σου τους κρύους χειμώνες.»

«Καλέ μου ερημίτη απάντησε αυτή – γνωρίζω πως στα βουνά σκληραίνει η καρδία του ανθρώπου, αλλά γνωρίζω επίσης πως μέσα σου έχεις καλοσύνη. – πως μπορώ να ξεχάσω, πως πριν πολλά χρόνια ήρθες και μου κράτησες συντρόφια, παραμονή Χριστουγέννων - θυμάσαι ερημίτη;

Αψήφησες το κρύο, αρνήθηκες τις γιορτές των πολλών και ήρθες μονάχα με τα τσιγάρα σου και ένα μπουκάλι κρασί. Έφερες τα όνειρα σου, μιλήσαμε γι αυτά, μου μίλησες για τις χαρές, για τις λύπες σου – μου μιλάς πιο εύκολα, γιατί γνωρίζεις το απύθμενο βάθος μου.

Η ρηχότητα των ανθρώπων είναι αυτή που σε οδήγησε να μην μιλάς πια στους ανθρώπους – αλλά δεν είναι όλοι οι άνθρωποι ρηχοί. Το ξέρεις αυτό, αλλά θα έχεις στους λόγους σου, που πορεύεσαι με τις σιωπές σου.»

«σε καλό σου, τις είπα και την κοίταξα, στα ματιά της βαθιά. Βότσαλα ήρθα να σου πάρω – μην με ρωτήσεις γιατί. Κάτι θέλω να φτιάξω ή να έψαχνα δικαιολογία για να κατέβω μέχρι εδώ…»

«πάρε ότι θες, όσα θες – είπε και γέλασε δυνατά. Αλλά δεν υπάρχουν κοχύλια να μαζέψεις πια ερημίτη. Ήρθαν και τα μάζεψαν κάτι παιδιά τις προάλλες – πόσο συγκινήθηκα, να ήξερες ερημίτη μου.»

Αλλά, έφερες και την βροχή, πάλι βλέπω, μέσα στο κατακαλόκαιρο. Πάρε ότι θες, γρήγορα και φύγε μην βραχείς.

«κάτι λίγα θα πάρω της είπα, δεν έφερα και τίποτα για να τα βάλω - θα ξανάρθω όμως με τα πρωτοβρόχια..."








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου