Κυριακή 7 Μαΐου 2017

"Κόλλα λευκή..."


Κοιτάζοντας για ώρες τη λευκή κόλλα συνειδητοποιείς με θλίψη πως δεν είσαι ποιητής, δεν είσαι συγγραφέας – αυτοί δεν αφήνουν για τόση ώρα άδεια την κόλλα τους. Πάντα έχουν κάτι να γράψουν – κάτι να πουν...

Με την ώρα σε κοιτάζει και αυτή απορημένη, άλλοτε κοροϊδευτικά κι άλλοτε συμπονετικά. «Πόση ώρα θα κάτσει ακόμα έτσι; Αφού δεν έχει τίποτα να γράψει, γιατί με άνοιξε;» σκέφτεται η κόλλα η λεύκη, όσο εσύ είσαι βυθισμένος στις σκέψεις σου.

Σκέψεις που ρίχνονται στο χαρτί και γίνονται λέξεις – αυτό να είναι άραγε η συγγραφή; Ή είναι κάτι πιο βαθύ; Μια ανάγκη του άνθρωπου από κάπου να πιαστεί για να μην τρελαθεί;

Η κατάσταση των πραγμάτων ευνοεί να μένουν οι κόλλες λευκές. Θέλει χρόνο ο ποιητής, είναι κατάρα η έμπνευση χωρίς ελεύθερο χρόνο. Όπως είναι βλασφημία να περνά ο ελεύθερος χρόνος χωρίς έμπνευση, χωρίς δημιουργία...

Να αφήνεις τη ζωή να κυλλά σαν το νερό στην πηγή, αυτό είναι εύκολο και έγινε στις μέρες μας ο κανόνας. Οι χαμένες ζωές είναι αυτές που φοριούνται τώρα, η έλλειψη χρόνου και το αέναο τρέξιμο είναι αυτά που δεν αφήνουν τον άνθρωπο να συνειδητοποιήσει τι χάνει...

Οι χαμένοι ποιητές, οι λευκές κόλλες και τα βιβλία που παραμένουν σκονισμένα στα ράφια δείχνουν μια κοινωνία που ζει μηχανικά – χωρίς σκοπό, χωρίς έμπνευση, χωρίς δημιουργία. Όλα στο πόδι – μα το πόδι πρέπει να είναι γρήγορο για να τρέχει πολύ και να κοιμίζει το μυαλό.

Δεν άδειασαν οι τσέπες μας μόνο και γυρίζουμε δυστυχείς. Ήμασταν από καιρό αδειανοί από αισθήματα, από βαθιά νοήματα και ποιήματα. Εγκαταλείψαμε το πνεύμα στην προσπάθεια να ταΐσουμε τη σάρκα, και μείναμε άλαλοι, βουβοί.

Μας εγκατέλειψε τώρα και αυτό, μείναμε κενά σαρκία – να περιμένουμε τι; Να γεμίσουν πάλι οι τσέπες μας με το Μαμωνά; Λες και όταν τον είχαμε, ήμασταν καλά. Το χρήμα και η ανάγκη για την απόκτησή του έγινε ένα ναρκωτικό που μας έβαλε σε πνευματικό λήθαργο.

Γίναμε οι κοιμισμένοι εργάτες της γης και καμαρώνουμε γι’ αυτό. Γίναμε συνένοχοι στη δολοφονία του πνεύματος και ό,τι άλλο υπήρχε στον άνθρωπο, που τον τραβούσε ψηλά στην κορυφή. Απαγορεύτηκε το κοίταγμα προς την κορυφή, τα μάτια πρέπει να είναι κάτω στραμμένα στις μέρες μας – στη λάσπη, στο βόρβορο...

Φωνές διαμαρτυρίας σιώπησαν ή αναγκαστήκαν να σιωπήσουν. Ποιος έχει δύναμη να φωνάζει πια; Ποιος έχει αυτιά για να ακούσει; Έμειναν να μιλούν μονάχα οι τραυλοί σε αδύναμα αυτιά και κενά μυαλά.

Η κατάσταση των πραγμάτων δεν έπεσε από τον ουρανό σαν θεϊκή κατάρα. Θεοποίησε ο άνθρωπος το Μαμωνά, μα δεν τον τιμωρούν οι θεοί γι’ αυτό. Τιμωρείται μόνος του. Μια αυτοτιμωρία, ένα αυτομαστιγωμα, γιατί δεν πίνει πια από της πηγές της ζωής.

Το δρόμο για της πηγές της ζωής πάντα τον έδειχναν οι ποιητές και όχι οι πραγματευτές.

Δεν διαπραγματεύεσαι για τη ζωή σου. Δεν την βάζεις σε ζυγαριές με μικροσυμφέροντα. Δεν εξευτελίζεις το δώρο της ενθάδικης ύπαρξης, κυνηγώντας όνειρα ρηχά και φτηνά. Χαμένη ζωή είναι αυτή που μοιάζει με μια κόλλα λευκή ή που είναι ίδια με πολλές άλλες κόλλες - σαν καρμπόν...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου